ατροπολόγητος. -η, -ο

ατροπολόγητος. -η, -ο
ατροπολόγητος, -η, -ο επίρρ. αυτός που δεν τροπολογήθηκε, δε μεταβλήθηκε: Ο νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή ατροπολόγητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ατροπολόγητος — η, ο (ειδικά για κανονισμούς, νομοσχέδια κ.λπ.) αυτός στον οποίο δεν έγινε τροπολογία, ο ατροποποίητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”