- ατροπολόγητος. -η, -ο
- ατροπολόγητος, -η, -ο επίρρ. -α αυτός που δεν τροπολογήθηκε, δε μεταβλήθηκε: Ο νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή ατροπολόγητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.